Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1808: ἐξαίρωἐξαίρω: future ἐξαρῶ (1 Corinthians 5:13 Rec.); 1 aorist imperative 2 person plural ἐξάρατε (ibid., G L T Tr wit); 1 aorist passive ἐξηρθην, to lift up or take away out of a place; to remove (cf. ἐκ, VI. 2): τινα ἐκ, one from a company, 1 Corinthians 5:2 Rec. (see αἴρω, 3 c.); 1 Corinthians 5:13 from Deuteronomy 19:19 or Deuteronomy 24:9. Forms and Transliterations εξαίρει εξαιρείν εξαίρειν εξαίρη εξαίρομεν εξαιρόμενον εξαίρον εξαίρουσαν εξαιρών εξαίρων εξαίσια εξαίσιον εξαίσιος εξαισίω εξάραι εξάραί εξάραντες εξάρας εξαρατε εξάρατε ἐξάρατε εξαρεί εξαρείς εξαρείτε εξάρη εξάρηται εξάρητε εξαρθή εξαρθής εξαρθήσεσθε εξαρθήσεται εξαρθήσεταί εξαρθήση εξαρθήσονται εξαρούμεν εξαρούσι εξαρούσιν εξαρώ εξάρω εξάρωσι εξήρα εξήραμεν εξήραν εξήρας εξήρε εξήρέ εξήρεν εξήρθη εξήρον εξήροντο εξήρται exarate exárateLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |