Strong's Concordance aphorizó: to mark off by boundaries from, i.e. set apart Original Word: ἀφορίζωPart of Speech: Verb Transliteration: aphorizó Phonetic Spelling: (af-or-id'-zo) Short Definition: I rail off, separate, place apart Definition: I rail off, separate, place apart. HELPS Word-studies 873 aphorízō (from 575 /apó, "separated from" and 3724 /horízō, "make boundaries") – properly, separate from a boundary, i.e. a previous condition/situation (note the prefix, apo). Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 873: ἀφορίζωἀφορίζω; imperfect ἀφωριζον; Attic future ἀφοριω Matthew 25:32 (T WH ἀφορίσω); Strong's Exhaustive Concordance divide, separate, sever. From apo and horizo; to set off by boundary, i.e. (figuratively) limit, exclude, appoint, etc. -- divide, separate, sever. see GREEK apo see GREEK horizo Forms and Transliterations αφοριεί άφοριει αφοριείς αφοριείτε αφοριζει αφορίζει ἀφορίζει αφορίζεται αφορίζω αφοριούσι αφοριόυσι αφοριουσιν ἀφοριοῦσιν αφορίσαι αφόρισαι αφορισας αφορίσας ἀφορίσας Αφορισατε αφορίσατε Ἀφορίσατε αφορισει ἀφορίσει αφορισθείσαι αφορισθητε αφορίσθητε ἀφορίσθητε αφορισθήτω αφόρισμα αφορίσματα αφορίσματος αφορισμοίς αφορισμού αφορισμώ αφορισμών αφορίσωσι αφορισωσιν αφορίσωσιν ἀφορίσωσιν αφώριζε αφωριζεν αφώριζεν ἀφώριζεν αφώρισα αφώρισε αφωρισεν αφώρισεν ἀφώρισεν αφωρίσθη αφωρίσθησαν αφωρισμένα αφωρισμένας αφωρισμένη αφωρισμένην αφωρισμένοι αφωρισμενος αφωρισμένος ἀφωρισμένος αφωρισμένους αφώρισται aphoriousin aphorioûsin aphorisas aphorísas Aphorisate Aphorísate aphorisei aphorísei aphorisen aphōrisen aphṓrisen aphorismenos aphorisménos aphōrismenos aphōrisménos aphorisosin aphorisōsin aphorísosin aphorísōsin aphoristhete aphoristhēte aphorísthete aphorísthēte aphorizei aphorízei aphorizen aphōrizen aphṓrizenLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel TextsEnglishman's Concordance Strong's Greek 87310 Occurrences ἀφώρισεν — 1 Occ. ἀφωρισμένος — 1 Occ. ἀφώριζεν — 1 Occ. ἀφοριοῦσιν — 1 Occ. ἀφορίσας — 1 Occ. Ἀφορίσατε — 1 Occ. ἀφορίσει — 1 Occ. ἀφορίσωσιν — 1 Occ. ἀφορίσθητε — 1 Occ. ἀφορίζει — 1 Occ. Matthew 13:49 V-FIA-3P GRK: ἄγγελοι καὶ ἀφοριοῦσιν τοὺς πονηροὺς NAS: will come forth and take out the wicked KJV: and sever the wicked INT: angels and will separate the evil Matthew 25:32 V-FIA-3S Matthew 25:32 V-PIA-3S Luke 6:22 V-ASA-3P Acts 13:2 V-AMA-2P Acts 19:9 V-AIA-3S Romans 1:1 V-RPM/P-NMS 2 Corinthians 6:17 V-AMP-2P Galatians 1:15 V-APA-NMS Galatians 2:12 V-IIA-3S |