4629. skepasma
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 4629: σκέπασμα

σκέπασμα, σκεπασματος, τό (σκεπάζω to cover), a covering, specifically, clothing (Aristotle, pol. 7, 17, p. 1336{a}, 17; Josephus, b. j. 2, 8, 5): 1 Timothy 6:8.

Forms and Transliterations
σκεπασματα σκεπάσματα σκεπασταί σκεπαστής σκέπειν σκεπεινοίς σκεπη σκέπη σκέπην σκέπης σκέψαι σκέψασθαι σκέψομαι σκέψωμαι skepasmata skepásmata
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
4628
Top of Page
Top of Page