4105. planaó
Strong's Exhaustive Concordance
deceive, err, seduce, wander

From plane; to (properly, cause to) roam (from safety, truth, or virtue) -- go astray, deceive, err, seduce, wander, be out of the way.

see GREEK plane

Forms and Transliterations
επλανάτο επλανήθη επλανήθημεν επλανήθην επλανηθησαν επλανήθησαν ἐπλανήθησαν επλάνησαν επλάνησας επλάνησε επλανησεν επλάνησεν ἐπλάνησεν πεπλάνηκα πεπλάνημαι πεπλανημένοι πεπλανημενοις πεπλανημένοις πεπλανημένον πεπλανησθε πεπλάνησθε πλανα πλανά πλανᾷ πλανασθαι πλανάσθαι πλανᾶσθαι Πλανασθε πλανάσθε Πλανᾶσθε πλανάται πλανατω πλανάτω πλανηθείησαν πλανηθείς πλανηθη πλανηθή πλανηθῇ πλανηθήση πλανηθητε πλανηθήτε πλανηθῆτε πλανήθητε πλανηθώσι πλανηθώσιν πλανήσαι πλανήσαί πλανῆσαι πλανησάντων πλανήσει πλανήσεις πλανηση πλανήσῃ πλανήσουσι πλανησουσιν πλανήσουσιν πλανώ πλανωμεν πλανῶμεν πλανώμενα πλανωμενοι πλανώμενοι πλανωμενοις πλανωμένοις πλανωμενον πλανώμενον πλανώμενος πλανωμένων πλανων πλανών πλανῶν πλανωνται πλανώνται πλανῶνται πλανώντας πλανώντάς πλανωντες πλανώντες πλανώντές πλανῶντες πλανωντων πλανώντων πλανώσιν eplanesen eplanēsen eplánesen eplánēsen eplanethesan eplanēthēsan eplanḗthesan eplanḗthēsan peplanemenois peplaneménois peplanēmenois peplanēménois peplanesthe peplanēsthe peplánesthe peplánēsthe plana planā̂i Planasthe Planâsthe planato planatō planáto planátō planesai planêsai planēsai planē̂sai planese planēsē planḗsei planḗsēi planesousin planēsousin planḗsousin planethe planēthē planethêi planēthē̂i planethete planethête planēthēte planēthē̂te planomen planômen planōmen planō̂men planomenoi planōmenoi planṓmenoi planomenois planoménois planōmenois planōménois planomenon planōmenon planṓmenon planon planôn planōn planō̂n planontai planôntai planōntai planō̂ntai planontes planôntes planōntes planō̂ntes planonton planōntōn planṓnton planṓntōn
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
4104
Top of Page
Top of Page