Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 665: ἀποτρέπωἀποτρέπω: (from Homer down); to turn away; middle (present ἀποτρέπομαι, imperative ἀποτρέπου) to turn oneself away from, to shun, avoid: τινα or τί (see ἀποστρέφω), 2 Timothy 3:5. (4 Macc. 1:33; Aeschylus the Sept. 1060; Euripides, Iph. Aul. 336; (Aristar. plant. 1, 1, p. 815b, 18; Polybius others.).) Forms and Transliterations απετρύγησαν αποδραμείται αποτρεπου αποτρέπου ἀποτρέπου απότρεχε αποτρέχει αποτρέχεις αποτρέχετε αποτρεχέτω αποτρέχετω αποτρέχητε αποτρέχοντες αποτρέχουσιν αποτρέχω αποτροπιάζεσθαί αποτυφλώσει apotrepou apotrépouLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |