Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 5493: χειμαροροςχειμαρορος (for the more common χειμαρρως (namely, ποταμός), Attic contracted χειμάρρους (which see in Liddell and Scott, at the end), cf. Lob. ad Phryn., p. 234), χειμαρορου, ὁ (χεῖμα winter, and ῤέω, Ροως), from Homer down, the Sept. very often for נַחַל, literally, flowing in winter, a torrent: John 18:1 (where A. V. brook). Forms and Transliterations χείμαρροι χειμάρροις χείμαρρον Χειμαρρου Χειμάρρου χειμάρρουν χείμαρρουν χειμάρρους χειμάρρω χειμερινή χειμερινόν χειμερινός χειμερινώ Cheimarrou CheimárrouLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |