Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 520: ἀπάγωἀπάγω; (imperfect ἀπηγον (Luke 23:26 Tr marginal reading WH marginal reading)); 2 aorist ἀπήγαγον; passive (present ἀπάγομαι); 1 aorist ἀπηχθην; (from Homer down); to lead away: Luke 13:15 (namely, ἀπό τῆς φάτνης); Acts 23:10 (Lachmann (ed. min.)); Forms and Transliterations απάγαγε ἀπάγαγε απαγάγετε απαγάγη απαγάγοι απαγαγόντες απαγαγών ἀπαγαγὼν απαγε ἄπαγε απάγει απαγέσθωσαν απαγετε ἀπάγετε απαγομενοι απαγόμενοι ἀπαγόμενοι απαγομενους ἀπαγομένους απαγουσα απάγουσα ἀπάγουσα απαγωγή απαγωγήν απαγων ἀπάγων απαιδευσίαν απάξει απαχθηναι απαχθήναι ἀπαχθῆναι απαχθήσεται απάχθητε απήγαγε απήγαγέ απηγαγεν απήγαγεν ἀπήγαγεν απήγαγες απηγαγον απήγαγον ἀπήγαγον απηγμένους απήκτο apachthenai apachthênai apachthēnai apachthē̂nai apagage apágage apagagon apagagōn apagagṑn apagete apágete apagomenoi apagómenoi apagomenous apagoménous apagousa apágousa apegagen apēgagen apḗgagen apegagon apēgagon apḗgagonLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |