Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 4931: συντελέωσυντελέω,
συντέλω; future
συντελέσω; 1 aorist
συνετέλεσα; passive, present infinitive
συντελεῖσθαι; 1 aorist
συνετελεσθην (
John 2:3 T WH 'rejected' marginal reading), participle (
συντελεσθεις; from
Thucydides and
Xenophon down; the
Sept. often for
כִּלָּה; also sometimes for
תָּמַם,
עָשָׂה, etc.;
1. to end together or at the same time.
2. to end completely; bring to an end, finish, complete: τούς λόγους, Matthew 7:28 R G; τόν πειρασμόν, Luke 4:13; ἡμέρας, passive, Luke 4:2; Acts 21:27 (Job 1:5; Tobit 10:7).
3. to accomplish, bring to fulfilment; passive, to come to pass, Mark 13:4; λόγον, a word, i. e. a prophecy, Romans 9:28 (ῤῆμα, Lamentations 2:17).
4. to effect, make (cf. our conclude): διαθήκη, Hebrews 8:8 (Jeremiah 41:8, 15 (). 5. to finish, i. e. in a use foreign to Greek writings, to make an end of: συνετελέσθη ὁ οἶνος τοῦ γάμου (was at an end with), John 2:3 Tdf. after the Sinaiticus manuscript (Ezekiel 7:15 for אָכַל; to bring to an end, destroy, for כִּלָּה, Jeremiah 14:12; Jeremiah 16:4).
Forms and Transliterations
συνετέλεσα συνετέλεσαν συνετέλεσάν συνετελέσαντο συνετέλεσας συνετελέσασθε συνετελέσατε συνετέλεσε συνετέλεσεν συνετελέσθη συνετελέσθησαν συνετελέσω συνετέλουν συντελείν συντελεισθαι συντελείσθαι συντελεῖσθαι συντελείτε συντελέσαι συντελεσας συντελέσας συντέλεσας συντελέσασθαί συντελέσει συντελέσεις συντελέσετε συντελέση συντελέσης συντελέσητε συντελεσθεισων συντελεσθεισών συντελεσθεισῶν συντελεσθή συντελεσθήναι συντελεσθήσεσθε συντελεσθήσεται συντελεσθήσονται συντελεσθήτω συντελεσθώσι συντελεσθώσιν συντέλεσον συντελέσουσι συντελέσουσιν συντελεσω συντελέσω συντελούμενον συντελούνται συντελούντων συντελων συντελών συντελῶν συντετέλεσαι συντετελεσμένα συντετελεσμένον συντετέλεσται συντετλεσμένα sunteleisthai suntelesas sunteleso suntelesō suntelestheison suntelestheisōn suntelon suntelōn synteleisthai synteleîsthai syntelesas syntelésas synteleso syntelesō synteléso syntelésō syntelestheison syntelestheisôn syntelestheisōn syntelestheisō̂n syntelon syntelôn syntelōn syntelō̂nLinks
Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts