2875. koptó
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 2875: κόπτω

κόπτω: imperfect 3 person plural ἔκοπτον; 1 aorist participle κοψας (Mark 11:8 T Tr text WH); middle, imperfect ἐκοπτομην; future κόψομαι; 1 aorist ἐκοψαμην; (from Homer down); to cut, strike, smite (the Sept. for הִכָּה, כָּרַת, etc.): τί ἀπό or ἐκ τίνος, to cut from, cut off, Matthew 21:8; Mark 11:8. Middle to beat one's breast for grief, Latinplango (R. V. mourn): (Aeschylus Pers. 683; Plato, others; the Sept. often so for סָפַד); τινα, to mourn or bewail one (cf. Winer's Grammar, § 32, 1 γ.): Luke 8:52; Luke 23:27, (Genesis 23:2; 1 Samuel 25:1, etc.; Aristophanes, Lysias, 396; Anthol. 11, 135, 1); ἐπί τινα, Revelation 1:7; ( T Tr WH) (2 Samuel 11:26); ἐπί τινα, Revelation 18:9 (R G L), cf. Zechariah 12:10. (Compare: ἀνακόπτω, ἀποκόπτω, ἐκκόπτω, ἐνκόπτω, κατακόπτω, προκόπτω, προσκόπτω. Synonym: cf. θρηνέω.)

Forms and Transliterations
εκκόψωμεν εκοπτον έκοπτον ἔκοπτον εκοπτοντο εκόπτοντο ἐκόπτοντο έκοψα έκοψαν εκόψαντο εκοψασθε εκόψασθε ἐκόψασθε εκόψατο έκοψε έκοψέ κεκομμένον κεκομμένω κοπής κοπήσονται κοπήτω κόπτειν κόπτεσθε κόπτετε κοπτόμενοι κόπτονται κ'οπτοντες κόπτοντες κόπτοντος κόπτουσι κόπτων κόπωσις κόψαι κοψαντες κόψαντες κόψασθαι κόψασθε κόψατε κοψάτωσάν κόψει κόψεις κόψεσθε κόψεται κόψη κόψησθε κόψομεν κοψονται κόψονται κόψονταί κόψωμεν κόψωσιν ekopsasthe ekópsasthe ekopton ékopton ekoptonto ekóptonto kopsantes kópsantes kopsontai kópsontai
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2874
Top of Page
Top of Page