2720. kateuthunó
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 2720: κατευθύνω

κατευθύνω: 1 aorist infinitive κατευθύναι; 3 person singular optative κατευθύναι; (see κατά, III. 2); the Sept. mostly for יִשֵׁר and כּונֵן, הֵכִין; to make straight, guide, direct: τούς πόδας ... εἰς ὁδόν εἰρήνης, Luke 1:79; τήν ὁδόν πρός τινα, of the removal of the hindrances to coming to one, 1 Thessalonians 3:11; τάς καρδίας (1 Chronicles 29:18; 2 Chronicles 19:3) εἰς τήν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, 2 Thessalonians 3:5. (Plato, Aristotle, Plutarch, others.)

STRONGS NT 2720a: κατευλογέωκατευλογέω: imperfect 3 person singular κατευλόγει (T WH) and κατηυλογει (Tr) (cf. εὐδοκέω, at the beginning); to call down blessings on: τινα, Mark 10:16 T Tr WH. (Tobit 9:13); ; Plutarch, amator. 4.)

Forms and Transliterations
κατευθηνή κατεύθυνα κατευθυναι κατευθύναι κατευθῦναι κατεύθυναν κατευθύνατε κατευθυνε κατεύθυνε κατευθυνει κατευθυνεί κατευθύνει κατευθύνειν κατευθυνείς κατεύθυνεν κατευθύνεται κατευθύνη κατευθυνθείησαν κατευθύνθης κατευθυνθήσεται κατευθυνθήτω κατευθυνθώσι κατεύθυνον κατευθύνοντας κατευθυνόντων κατευθύνουσα κατευθυνούσης κατευθύνων κατευοδοί κατευοδού κατευοδουμένω κατευοδωθήσεται κατευοδώσαι κατηύθυναν κατηύθυνας κατηυθυνεν kateuthunai kateuthynai kateuthýnai kateuthŷnai
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2719
Top of Page
Top of Page