2614. katadiókó
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 2614: καταδιώκω

καταδιώκω: 1 aorist κατεδιωξα; the Sept. often for רָדַף; to follow after, follow up (especially of enemies (Thucydides, et al.)); in a good sense, of those in search of anyone: τινα, Mark 1:36. (τό ἔλεος σου καταδιώξεται με, Psalm 22:6 (); οὐ κατεδίωξαν μεθ' ἡμῶν, 1 Samuel 30:22; ὀπίσω τίνος, to follow after one in order to gain his favor, Sir. 27:17.)

Forms and Transliterations
καταδίωκε καταδιώκει καταδιώκειν καταδιώκεις καταδιώκοντας καταδιώκοντες καταδιώκοντές καταδιωκόντων καταδιώκων καταδιώξαι καταδιώξατε καταδίωξατε καταδιώξει καταδιώξεις καταδιώξεται καταδιώξονται καταδιώξονταί καταδιώξω καταδολεσχήσει κατεδίωκεν κατεδίωκον κατεδιώξαν κατεδίωξαν κατεδίωξάν κατεδίωξας κατεδιωξεν κατεδίωξεν κατεδιώχθητε katedioxen katediōxen katedíoxen katedíōxen
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2613
Top of Page
Top of Page