2511. katharizó
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 2511: καθαρίζω

καθαρίζω (Hellenistic for καθαίρω, which classic writings use); Attic future (cf. Buttmann, 37 (32); Winers Grammar, § 13, 1 c.; WH's Appendix, p. 163) καθαριῶ (Hebrews 9:14); 1 aorist ἐκαθάρισα (see below); present passive καθαρίζομαι; 1 aorist passive ἐκαθαρίσθην; perfect passive participle κεκαθαρισμενος (Hebrews 10:2 T Tr WH; on the forms ἐκαθερισθη, T WH in Matthew 8:3; Mark 1:42 (ἐκαθερισεν, Tr in Acts 10:15; Acts 11:9) and κεκαθερισμενος Lachmann in Hebrews 10:2, cf. (Tdf. Proleg., p. 82; WH's Appendix, p. 150); Sturz, De dial. Maced. etc., p. 118; Delitzsch on Hebrews 10:2; Krüger, Part ii. § 2, 2, 6, p. 4; (Buttmann, 29 (25f); Winer's Grammar, 43)); (καθαρός; the Sept. mostly for טִהַר;

1. to make clean, to cleanse;

a. from physical stains and dirt: e. g. utensils, Matthew 23:25 (figuratively, Matthew 23:26); Luke 11:39; food, Mark 7:19; τινα, a leper, to cleanse by curing, Matthew 8:2; Matthew 10:8; Matthew 11:5; Mark 1:40-42; Luke 4:27; Luke 5:12; Luke 7:22; Luke 17:14, 17 (Leviticus 14:8); to remove by cleansing: λέπρα ἐκαθαρίσθη, Matthew 8:3 (καθαριεῖς τό αἷμα τό ἀναίτιον ἐξ Ἰσραήλ, Deuteronomy 19:13; ἐκαθαριζε τήν περί ταῦτα συνήθειαν, the custom of marrying heathen women, Josephus, Antiquities 11, 5, 4; καθαιρεῖν αἷμα, Homer, Iliad 16, 667; cf. ἐκκαθαίρω).

b. in a moral sense; α. to free from the defilement of sin and from faults; to purify from wickedness: ἑαυτόν ἀπό μολυσμοῦ σαρκός, 2 Corinthians 7:1; τῇ πίστει τάς καρδίας, Acts 15:9 (καρδίαν ἀπό ἁμαρτίας, Sir. 38:10); τάς χεῖρας, to abstain in future from wrong-doing, James 4:8. β. to free from the guilt of sin, to purify: τινα ἀπό πάσης ἁμαρτίας, 1 John 1:7; (τινα ἀπό πάσης ἀδικίας, 1 John 1:9); τήν συνείδησιν ἀπό νεκρῶν ἔργων, Hebrews 9:14; τήν ἐκκλησίαν τῷ λουτρῷ τοῦ ὕδατος (instrumental dative), Ephesians 5:26; λαόν ἑαυτῷ, Titus 2:14. γ. to consecrate by cleansing or purifying: τί ἐν τίνι, dative of instrumentality (Winer's Grammar, 388 (363)), Hebrews 9:22; equivalent to to consecrate, dedicate, τί τίνι (dative of instrumentality), ibid. 23.

2. to pronounce clean in a levitical sense: Acts 10:15; Acts 11:9 (Leviticus 13:13, 17, 23, 28). (Compare: διακαθαρίζω.)

Forms and Transliterations
εκαθάριζεν εκαθάρισα εκαθάρισαν εκαθάρισε εκαθαρισεν εκαθάρισεν ἐκαθάρισεν εκαθαρίσθη ἐκαθαρίσθη εκαθαρίσθημεν εκαθαρισθησαν εκαθαρίσθησαν ἐκαθαρίσθησαν εκαθερισθη ἐκαθερίσθη καθαριει καθαριεί καθαριεῖ καθαριείς καθαριζει καθαρίζει καθαριζεσθαι καθαρίζεσθαι καθαριζεται καθαρίζεται καθαριζετε καθαρίζετε καθαριζόμενοι καθαριζόμενον καθαριζομένου καθαρίζον καθαριζονται καθαρίζονται καθαριζων καθαρίζων καθαριότητα καθαριότητι καθαριούσιν καθαρισαι καθαρίσαι καθαρισας καθαρίσας καθαρισατε καθαρίσατε καθαρισεί καθαρίσει καθαριση καθαρίση καθαρίσῃ καθαρισθείς καθαρισθέντα καθαρισθέντος καθαρισθή καθαρισθήναι καθαρισθής καθαρισθήσεσθε καθαρισθήσεται καθαρίσθήσεται καθαρισθήση καθαρισθήσομαι καθαρισθήτε καθαρίσθητε καθαρισθητι καθαρίσθητι καθαρισον καθάρισον καθάρισόν κάθαρισόν καθαρίσουσι καθαρισωμεν καθαρίσωμεν καθαριώ κεκαθαρισμένον κεκαθαρισμενους κεκαθαρισμένους κεκαθαρισμένω κεκάθαρισται ekatharisen ekathárisen ekatharisthe ekatharisthē ekatharísthe ekatharísthē ekatharisthesan ekatharisthēsan ekatharísthesan ekatharísthēsan kathariei katharieî katharisai katharísai katharisas katharísas katharisate katharísate katharise katharisē katharísei katharísēi katharisomen katharisōmen katharísomen katharísōmen katharison kathárison katharistheti katharisthēti katharístheti katharísthēti katharizei katharízei katharizesthai katharízesthai katharizetai katharízetai katharizete katharízete katharizon katharizōn katharízon katharízōn katharizontai katharízontai kekatharismenous kekatharisménous
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2510
Top of Page
Top of Page