Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 243: ἄλλοςἄλλος, , (cf. Latinalius, German alles, English else; from Homer down), another, other; a. absolutely: Matthew 27:42; Matthew 20:3; Mark 6:15; Acts 19:32; Acts 21:34 (ἄλλοι μέν ἄλλο), and often, b. as an adjective: Matthew 2:12; Matthew 4:21; John 14:16; 1 Corinthians 10:29 (ἄλλη συνείδησις, i. e. ἡ συνείδησις ἄλλου τίνος). c. with the article: ὁ ἄλλος the other (of two), Matthew 5:39; Matthew 12:13, etc. (cf. Buttmann, 32 (28), 122 (107)); οἱ ἄλλοι all others, the remainder, the rest: John 21:8; 1 Corinthians 14:29. [SYNONYMS: ἄλλος, ἕτερος: ἄλλος as compared with ἕτερος denotes numerical in distinction from qualitative difference; ἄλλος adds ('one besides'), ἕτερος distinguishes ('one of two'); every ἕτερος is an ἄλλος, but not every ἄλλος is a ἕτερος; ἄλλος generally 'denotes simply distinction of individuals, ἕτερος involves the secondary idea of difference of kind'; e. g. 2 Corinthians 11:4; Galatians 1:6, 7. See Lightfoot and Meyer on the latter passage; Trench, § xcv.; Schmidt, chapter 198.] Forms and Transliterations αλλα αλλά άλλα ἀλλὰ ἄλλα αλλαι άλλαι ἄλλαι αλλας άλλας ἄλλας αλλη άλλη ἄλλη αλλην άλλην ἄλλην αλλης άλλης ἄλλης αλλο αλλό άλλο ἄλλο αλλοι άλλοι ἄλλοι αλλοις άλλοις ἄλλοις αλλον άλλον ἄλλον αλλος αλλός άλλος ἄλλος αλλου άλλου ἄλλου αλλους άλλους ἄλλους αλλω άλλω ἄλλῳ αλλων άλλων ἄλλων alla allà álla allai állai allas állas alle allē álle állē allen allēn állen állēn alles allēs álles állēs allo allō állo alloi álloi állōi allois állois allon allōn állon állōn allos állos allou állou allous állousLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |