Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1299: διατάσσωδιατάσσω; 1 aorist διέταξα; perfect infinitive διατεταχέναι (Acts 18:2 (not Tdf.)); passive, perfect preposition διατεταχέναι; 1 aorist participle διατεταγμένος; 2 aorist participle διαταχθεις; middle, present διατάσσομαι; future διατάξομαι; 1 aorist διεταξάμην; (on the force of διά cf. German verordnen, (Latindisponere, Winers De verb. comp. etc. Part v., p. 7f)); to arrange, appoint, ordain, prescribe, give order: τίνι, Matthew 11:1; 1 Corinthians 16:1; followed by an accusative with an infinitive, Luke 8:55; Acts 18:2 (here T τεταχέναι Tr marginal reading brackets δια(; τίνι followed by an infinitive 1 Corinthians 9:14); τί, passive, ὁ νόμος διαταγείς δἰ ἀγγέλων (see διαταγή): Galatians 3:19 (Hesiod, Works, 274); τίνι τί, passive: Luke 3:18; Luke 17:9 (Rec.),10; Acts 23:31. Middle: 1 Corinthians 7:17; οὕτω ἦν διατεταγμένος (cf. Winers Grammar, 262 (246); (Buttmann, 193 (167))), Acts 20:13; τίνι, Titus 1:5; τί, 1 Corinthians 11:34; τίνι, followed by an infinitive: Acts 7:44; Acts 24:23. (Compare: ἐπιδιατάσσομαι.) Forms and Transliterations διαταγεις διαταγείς διαταγεὶς διαταξαμενος διαταξάμενος διαταξάμενός διατάξεις διαταξομαι διατάξομαι διάταξον διατασσομαι διατάσσομαι διατασσων διατάσσων διαταχθεντα διαταχθέντα διατείνας διατενείς διατεταγμένα διατεταγμένοι διατεταγμενον διατεταγμένον διατεταγμενος διατεταγμένος διατεταγμένους διατεταμένων διατεταχεναι διατεταχέναι διεταξα διέταξα διεταξαμην διεταξάμην διέταξας διετάξατε διεταξατο διετάξατο διέταξε διεταξεν διέταξεν διέτειναν diatachthenta diatachthénta diatageis diatageìs diatassomai diatássomai diatasson diatassōn diatásson diatássōn diataxamenos diataxámenos diataxomai diatáxomai diatetachenai diatetachénai diatetagmenon diatetagménon diatetagmenos diatetagménos dietaxa diétaxa dietaxamen dietaxamēn dietaxámen dietaxámēn dietaxato dietáxato dietaxen diétaxenLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |