1284. diarréssó
Thayer's Greek Lexicon
STRONGS NT 1284: διαρρήγνυμι

διαρρήγνυμι and διαρρήσσω (Luke 8:29 (R G; see below)); 1 aorist διέρρηξα; imperfect passive 3 person singular διερρήγνυτο (Luke 5:6, where Lachmann text διερηγνυτο and T Tr WH διερησσετο (L marginal reading διερρήσσετο), also L T Tr WH διαρησσων in Luke 8:29; (WH have διερηξεν in Matthew 26:65, and διαρηξας in Mark 14:68; see their Appendix, p. 163. and under the word P, π)); to break asunder, burst through, rend asunder: τά δεσμά, Luke 8:29; τό δίκτυον, passive, Luke 5:6; τά ἱμάτια, χιτῶνας, to rend, which was done by the Jews in extreme indignation or in deep grief (cf. B. D. under the word , 4): Matthew 26:65; Mark 14:63; Acts 14:14, cf. Genesis 37:29, 34, etc.; 1 Macc. 11:71; Josephus, b. j. 2, 15, 4. (the Sept. (Homer), Sophocles, Xenophon, subsequent writings.)

Forms and Transliterations
διαρηξας διαρήξας διαρησσων διαρήσσων διαρραγήσονται διαρραγώσιν διαρρήξαί διαρρηξαντες διαρρήξαντες διαρρήξας διαρρήξασα διαρρήξατε διαρρήξει διαρρήξεις διαρρήξετε διαρρήξω διαρρήξωμεν διαρρήσσων διαρριπτούνται διαρρίψατε διαρτηθήναι διασαλεύθητι διερηξεν διέρηξεν διερησσετο διερήσσετο διερράγησαν διερρηγμένα διερρήγνυντο διερρήγνυτο διέρρηξα διερρήξαν διέρρηξαν διέρρηξας διέρρηξε διέρρηξεν διερρήσσετο διερρηχότες διερρηχώς διερρωγότα διήρτισαι διηρτίσμεθα diarresson diarrēssōn diarrḗsson diarrḗssōn diarrexantes diarrēxantes diarrḗxantes diarrexas diarrēxas diarrḗxas dierresseto dierrēsseto dierrḗsseto dierrexen dierrēxen diérrexen diérrēxen
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1283
Top of Page
Top of Page