Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1269: διανεύωδιανεύω; to express one's meaning by a sign, nod to, beckon to, wink at, (διά, because the sign is conceived of as passing through the intervening space to him to whom it is made Winer's De verb. comp. etc. Part v., p. 4): Luke 1:22. (Psalm 34:19 Forms and Transliterations διανενησμένον διανενησμένου διανενησμένω διανενόημαι διανεύοντες διανευων διανεύων διανιστάμενος διανισταμένους διανοείσθαι διανοείται διανοηθείς διανοουμένους διενοείτο διενοήθη διενοήθην διενοήθησαν διηνθισμέναι dianeuon dianeuōn dianeúon dianeúōnLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |