Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1265: διαμένωδιαμένω; (imperfect διεμενον); 2 person singular future διαμένεις (Hebrews 1:11 Knapp, Bleek, others, for Rec. (G L T Tr WH others) διαμένεις); 1 aorist διεμεινα; perfect διαμεμένηκα; to stay permanently, remain permanently, continue, (cf. perdure; διά, C. 2) (Philo de gigant. § 7 πνεῦμα θεῖον μένειν δυνατόν ἐν ψυχή, διαμενεῖν δέ ἀδύνατον): Galatians 2:5; opposed to ἀπόλλυμαι, Hebrews 1:11 from Psalm 101:27 Forms and Transliterations διαμεινη διαμείνη διαμείνῃ διαμεμενηκοτες διαμεμενηκότες διαμενει διαμενεί διαμένει διαμενεις διαμένεις διαμενούσι διαμένων διέμενε διεμενεν διέμενεν diameine diameinē diameínei diameínēi diamemenekotes diamemenekótes diamemenēkotes diamemenēkótes diamenei diaménei diameneis diaméneis diemenen diémenenLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |