Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 1226: διαβεβαιοομαιδιαβεβαιοομαι (διαβεβαιοῦμαι); middle to affirm strongly, assert confidently, (cf. Winer's Grammar, 253 (238)): περί τινο (Polybius 12, 11 (12), 6), 1 Timothy 1:7 (cf. WH's Appendix, p. 167); Titus 3:8. (Demosthenes, p. 220, 4; Diodorus, Dionysius Halicarnassus, Plutarch, Aelian) Forms and Transliterations διαβεβαιουνται διαβεβαιούνται διαβεβαιοῦνται διαβεβαιουσθαι διαβεβαιούσθαι διαβεβαιοῦσθαι διαβήματα διαβήματά διαβιασάμενοι διαβιβάζων διαβιβάσαι διαβιβάσετε διαβιβάσης διαβιώση διεβίβασαν διεβίβασε διεβίβασεν diabebaiountai diabebaioûntai diabebaiousthai diabebaioûsthaiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |