Strong's Exhaustive Concordance wash. From apo and nipto; to wash off (reflexively, one's own hands symbolically) -- wash. see GREEK apo see GREEK nipto Forms and Transliterations απένιψαν απενιψατο απενίψατο ἀπενίψατο απένιψεν απεξενούτο απεξήρανε απεξυσμένον απεξυσμένους απεπήδησαν απεπήδησεν απεπίασεν απονιψαμένη αποξενούσαι αποξενωθή αποξηράναντος αποξηρανθήσονται αποξυσθήναι αποξύσουσιν αποπειράται αποπεμπτούν αποπεμπτωσάτωσαν apenipsato apenípsatoLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |