Strong's Exhaustive Concordance to disbelieve, disobeyFrom apeithes; to disbelieve (wilfully and perversely) -- not believe, disobedient, obey not, unbelieving. see GREEK apeithes Forms and Transliterations απειθεί απείθει απειθείν απειθείς απειθείτω απειθησαντες απειθήσαντες ἀπειθήσαντες απειθήσασι απειθήσασί απειθησασιν ἀπειθήσασιν ἀπειθήσασίν απειθήση απειθήσης απειθήσητε απειθουντα απειθούντα ἀπειθοῦντα απειθούντας απειθουντες απειθούντες ἀπειθοῦντες απειθουντων απειθούντων ἀπειθούντων απειθουσι απειθούσι ἀπειθοῦσι απειθουσιν απειθούσιν ἀπειθοῦσιν απειθώ απειθων απειθών ἀπειθῶν ηπειθήσαμεν ηπειθησαν ηπείθησαν ἠπείθησαν ηπειθησατε ηπειθήσατε ἠπειθήσατε ηπείθησε ηπειθουν ηπείθουν ἠπείθουν apeithesantes apeithēsantes apeithḗsantes apeithesasin apeithēsasin apeithḗsasin apeithḗsasín apeithon apeithôn apeithōn apeithō̂n apeithounta apeithoûnta apeithountes apeithoûntes apeithounton apeithountōn apeithoúnton apeithoúntōn apeithousi apeithoûsi apeithousin apeithoûsin epeithesan epeíthesan ēpeithēsan ēpeíthēsan epeithesate epeithḗsate ēpeithēsate ēpeithḗsate epeithoun epeíthoun ēpeithoun ēpeíthounLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |