Strong's Exhaustive Concordance turn, convertStrengthened from the base of trope; to twist, i.e. Turn quite around or reverse (literally or figuratively) -- convert, turn (again, back again, self, self about). see GREEK trope Forms and Transliterations εστραφη εστράφη ἐστράφη εστράφην εστράφης εστραφησαν εστράφησαν ἐστράφησαν έστρεψαν έστρεψας έστρεψε εστρεψεν ἔστρεψεν στραφεις στραφείς στραφεὶς στραφεισα στραφείσα στραφεῖσα στραφείσαν στραφεντες στραφέντες στραφέντος στραφή στραφής στραφήση στραφήσονται στραφητε στραφήτε στραφῆτε στραφωσιν στραφῶσιν στρεφειν στρέφειν στρέφεται στρεφομεθα στρεφόμεθα στρεφόμεναι στρεφομένη στρεφομένην στρέψαντος στρέψει στρεψον στρέψον στρέψω estraphe estraphē estráphe estráphē estraphesan estraphēsan estráphesan estráphēsan estrepsen éstrepsen strapheis strapheìs strapheisa strapheîsa straphentes straphéntes straphete straphête straphēte straphē̂te straphosin straphôsin straphōsin straphō̂sin strephein stréphein strephometha strephómetha strepson strépsonLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |