Strong's Exhaustive Concordance battle, fight, war. From pelomai (to bustle); warfare (literally or figuratively; a single encounter or a series) -- battle, fight, war. Forms and Transliterations επολιόρκει επολιόρκησεν επολιόρκουν οὐχὶ πεπολιόρκημαι πολεμοι πόλεμοι πολεμον πόλεμον πόλεμόν πολεμος πολέμος πόλεμος πολέμου πολεμους πολέμους πολεμω πολέμω πολέμῳ πολεμων πολέμων πολιά πολιαί πολιάν πολιάς πολιορκήσαι πολιορκήσουσι πολιορκήσουσιν πολιορκία πολιορκουμένη πολιορκούντα πολιορκούντων πολιορκούσι πολιού ouchi polemo polemō polemoi polémoi polémōi pólemoi polemon polemōn polémon polémōn pólemon polemos pólemos polemous polémousLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |