Strong's Exhaustive Concordance be rich. From ploutizo; to be (or become) wealthy (literally or figuratively) -- be increased with goods, (be made, wax) rich. see GREEK ploutizo Forms and Transliterations επλουτησαν επλούτησαν ἐπλούτησαν επλουτησατε επλουτήσατε ἐπλουτήσατε επλούτησεν πεπλουτηκα πεπλούτηκα πεπλουτήκαμεν πλουτειν πλουτείν πλουτεῖν πλουτήσαι πλουτησαντες πλουτήσαντες πλουτήσει πλουτήση πλουτησης πλουτήσης πλουτήσῃς πλουτησητε πλουτήσητε πλουτιεί πλουτουντας πλουτούντας πλουτοῦντας πλουτων πλουτών πλουτῶν eploutesan eploutēsan eploútesan eploútēsan eploutesate eploutēsate eploutḗsate peplouteka peploutēka peploúteka peploútēka ploutein plouteîn ploutesantes ploutēsantes ploutḗsantes ploutḗseis ploutḗsēis plouteses ploutēsēs ploutesete ploutēsēte ploutḗsete ploutḗsēte plouton ploutôn ploutōn ploutō̂n ploutountas ploutoûntasLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |