399. anapheró
Strong's Exhaustive Concordance
bear, bring up, offer up.

From ana and phero; to take up (literally or figuratively) -- bear, bring (carry, lead) up, offer (up).

see GREEK ana

see GREEK phero

Forms and Transliterations
αναπεφυραμένην αναφερει αναφέρει ἀναφέρει αναφερειν αναφέρειν ἀναφέρειν αναφερομένων αναφέροντα αναφέροντες αναφέρουσι αναφερωμεν αναφέρωμεν ἀναφέρωμεν αναφέρων αναφορά αναφοράν αναφορείς αναφορές αναφορεύσι αναφορεύσιν αναφορέων αναφράσσεσθαι αναφύσει ανενεγκαι ανενέγκαι ἀνενέγκαι ανενεγκας ανενέγκας ἀνενέγκας ανενεγκάτω ανένεγκε ανενεγκειν ανενεγκείν ἀνενεγκεῖν ανενέγκης ανενέγκητε ανενεχθήσεται ανενηνοχύια ανέφερεν ανεφερετο ανεφέρετο ἀνεφέρετο ανέφερον ανεφύοντο ανήνεγκα ανήνεγκαν ανήνεγκας ανήνεγκε ανηνεγκεν ανήνεγκεν ἀνήνεγκεν ανηνεγμένος ανηνέχθη ανοίσει ανοίσεις ανοίσετε ανοίσουσι ανοίσουσιν ανοίσω anapherei anaphérei anapherein anaphérein anapheromen anapherōmen anaphéromen anaphérōmen anenenkai anenénkai anenenkas anenénkas anenenkein anenenkeîn anenenken anēnenken anḗnenken anephereto anephéreto
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
398
Top of Page
Top of Page