Strong's Exhaustive Concordance bear, bring up, offer up. From ana and phero; to take up (literally or figuratively) -- bear, bring (carry, lead) up, offer (up). see GREEK ana see GREEK phero Forms and Transliterations αναπεφυραμένην αναφερει αναφέρει ἀναφέρει αναφερειν αναφέρειν ἀναφέρειν αναφερομένων αναφέροντα αναφέροντες αναφέρουσι αναφερωμεν αναφέρωμεν ἀναφέρωμεν αναφέρων αναφορά αναφοράν αναφορείς αναφορές αναφορεύσι αναφορεύσιν αναφορέων αναφράσσεσθαι αναφύσει ανενεγκαι ανενέγκαι ἀνενέγκαι ανενεγκας ανενέγκας ἀνενέγκας ανενεγκάτω ανένεγκε ανενεγκειν ανενεγκείν ἀνενεγκεῖν ανενέγκης ανενέγκητε ανενεχθήσεται ανενηνοχύια ανέφερεν ανεφερετο ανεφέρετο ἀνεφέρετο ανέφερον ανεφύοντο ανήνεγκα ανήνεγκαν ανήνεγκας ανήνεγκε ανηνεγκεν ανήνεγκεν ἀνήνεγκεν ανηνεγμένος ανηνέχθη ανοίσει ανοίσεις ανοίσετε ανοίσουσι ανοίσουσιν ανοίσω anapherei anaphérei anapherein anaphérein anapheromen anapherōmen anaphéromen anaphérōmen anenenkai anenénkai anenenkas anenénkas anenenkein anenenkeîn anenenken anēnenken anḗnenken anephereto anephéretoLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |