Strong's Exhaustive Concordance call, name. From onoma; to name, i.e. Assign an appellation; by extension, to utter, mention, profess -- call, name. see GREEK onoma Forms and Transliterations ονομαζειν ονομάζειν ὀνομάζειν ονομαζεσθω ονομαζέσθω ὀνομαζέσθω ονομαζεται ονομάζεται ὀνομάζεται ονομάζομεν ονομαζομενος ονομαζόμενος ὀνομαζόμενος ονομαζομενου ονομαζομένου ὀνομαζομένου ονομαζων ονομάζων ὀνομάζων ονομάσαι ονόμασει ονομάση ονομασθέντες ονομασθήναι ονομασθήσεται ονομαστή ονομαστοί ονομαστόν ονομαστός ονομαστούς ονομάσω ωνόμασε ωνομασεν ωνόμασεν ὠνόμασεν ωνομασθη ωνομάσθη ὠνομάσθη ωνομάσθησαν onomasen onómasen ōnomasen ōnómasen onomasthe onomásthe ōnomasthē ōnomásthē onomazein onomázein onomazestho onomazesthō onomazéstho onomazésthō onomazetai onomázetai onomazomenos onomazómenos onomazomenou onomazoménou onomazon onomazōn onomázon onomázōnLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |