3679. oneidizó
Strong's Exhaustive Concordance
defame, reproach, revile

From oneidos; to defame, i.e. Rail at, chide, taunt -- cast in teeth, (suffer) reproach, revile, upbraid.

see GREEK oneidos

Forms and Transliterations
ονειδιεί ονειδιζειν ονειδίζειν ὀνειδίζειν ονειδιζεσθε ονειδίζεσθε ὀνειδίζεσθε ονειδιζόμεθα ονειδιζόμενος ονειδιζοντος ονειδίζοντος ὀνειδίζοντος ονειδιζοντων ονειδιζόντων ὀνειδιζόντων ονειδίζουσί ονειδίζων ονειδίσαι ονειδίσας ονειδισμός ονειδίσωσι ονειδίσωσί ονειδισωσιν ονειδίσωσιν ὀνειδίσωσιν ωνειδιζον ωνείδιζον ωνείδιζόν ὠνείδιζον ωνείδικας ωνείδισα ωνείδισαν ωνείδισάν ωνείδισας ωνειδίσατέ ωνείδισε ωνείδισέ ωνειδισεν ὠνείδισεν ωνειδίσθη ωνειδίσθης oneidisen oneídisen ōneidisen ōneídisen oneidisosin oneidisōsin oneidísosin oneidísōsin oneidizein oneidízein oneidizesthe oneidízesthe oneidizon oneídizon ōneidizon ōneídizon oneidizonton oneidizontōn oneidizónton oneidizóntōn oneidizontos oneidízontos
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
3678
Top of Page
Top of Page