Strong's Exhaustive Concordance enlarge, magnify, exaltFrom megas; to make (or declare) great, i.e. Increase or (figuratively) extol -- enlarge, magnify, shew great. see GREEK megas Forms and Transliterations εμεγάλυνα εμεγάλυνας εμεγάλυνε εμεγαλυνεν εμεγάλυνεν ἐμεγάλυνεν εμεγαλυνετο εμεγαλύνετο ἐμεγαλύνετο εμεγαλύνθη εμεγαλύνθην εμεγαλύνθης εμεγαλύνθησαν εμεγαλύνοντο μεγαλύναι μεγαλύνατε Μεγαλυνει Μεγαλύνει μεγαλύνεσθε μεγαλύνη μεγαλύνηται μεγαλυνθείη μεγαλυνθέν μεγαλυνθηναι μεγαλυνθήναι μεγαλυνθῆναι μεγαλυνθησεται μεγαλυνθήσεται μεγαλυνθήσομαι μεγαλυνθησόμεθα μεγαλυνθήτω μεγαλυνόμενος μεγαλύνονται μεγαλυνοντων μεγαλυνόντων μεγαλυνούμεν μεγαλυνουσι μεγαλύνουσι μεγαλύνουσιν μεγαλυνώ μεγαλύνων μεγαλώματος μεμεγάλυνται emegalunen emegaluneto emegalynen emegálynen emegalyneto emegalýneto Megalunei megalunonton megalunontōn megalunousin megalunthenai megalunthēnai megalunthesetai megalunthēsetai Megalynei Megalýnei megalynonton megalynontōn megalynónton megalynóntōn megalynousin megalýnousin megalynthenai megalynthênai megalynthēnai megalynthē̂nai megalynthesetai megalynthēsetai megalynthḗsetaiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |