Strong's Exhaustive Concordance minister. From leitourgos; to be a public servant, i.e. (by analogy) to perform religious or charitable functions (worship, obey, relieve) -- minister. see GREEK leitourgos Forms and Transliterations ελειτούργει ελειτούργουν λειτουργείν λειτουργείτωσάν λειτουργήματα λειτουργησαι λειτουργήσαι λειτουργῆσαι λειτουργήσατε λειτουργησεί λειτουργήσει λειτουργήσετε λειτουργησίμων λειτουργήσουσιν λειτουργούν λειτουργούντας λειτουργούντες Λειτουργουντων Λειτουργούντων λειτούργουσα λειτουργούσι λειτουργούσιν λειτουργων λειτουργών λειτουργῶν leitourgesai leitourgêsai leitourgēsai leitourgē̂sai leitourgon leitourgôn leitourgōn leitourgō̂n Leitourgounton Leitourgountōn Leitourgoúnton LeitourgoúntōnLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |