Strong's Exhaustive Concordance cry out. A primary verb; properly, to "croak" (as a raven) or scream, i.e. (genitive case) to call aloud (shriek, exclaim, intreat) -- cry (out). Forms and Transliterations εκέκραγον εκεκραξα εκέκραξα εκέκραξά ἐκέκραξα εκέκραξαν εκεκράξατε εκέκραξε εκέκραξεν έκραζε εκραζεν έκραζεν ἔκραζεν εκραζον έκραζον ἔκραζον έκραξα εκραξαν έκραξαν ἔκραξαν έκραξας έκραξε εκραξεν έκραξεν ἔκραξεν κέκραγα κεκράγασι κέκραγε κεκραγεν κέκραγεν κεκραγέναι κεκραγέτωσαν κεκραγότων κεκραγώς κεκραιπαληκώς κεκράξαι κεκράξαντες κεκράξατε κεκράξεσθε κεκράξεται κεκράξομαι κέκραξον κεκράξονται κραζει κράζει κραζειν κράζειν κράζεις κραζομεν κράζομεν κραζον κράζον κρᾶζον κραζοντα κράζοντα κραζοντας κράζοντας κραζοντες κράζοντες κραζοντων κραζόντων κράζουσα κραζουσι κράζουσι κράζουσιν κραζων κράζων κραιπαλήσατε κραιπαλών κράξαν κραξαντες κράξαντες κραξας κράξας κραξουσιν κράξουσιν κραυγάζοντα ekekraxa ekékraxa ekraxan ékraxan ekraxen ékraxen ekrazen ékrazen ekrazon ékrazon kekragen kékragen kraugazonta kraugázonta kraxantes kráxantes kraxas kráxas kraxousin kráxousin krazei krázei krazein krázein krazomen krázomen krazon krazōn krázon krázōn krâzon krazontas krázontas krazontes krázontes krazonton krazontōn krazónton krazóntōn krazousin krázousinLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |