2650. katamenó
Strong's Exhaustive Concordance
abide.

From kata and meno; to stay fully, i.e. Reside -- abide.

see GREEK kata

see GREEK meno

Forms and Transliterations
καταμείνη καταμειρισθώσιν καταμεμιγμένα καταμενοντες καταμένοντες καταμενω καταμενῶ καταμεριείτε καταμερίζει καταμερίσαι καταμετρείσθαι καταμετρηθήσεται καταμετρήσετε κατεμείναμεν κατέμειναν κατέμεινεν κατεμετρήθη παραμενῶ katamenontes kataménontes parameno paramenô paramenō paramenō̂
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2649
Top of Page
Top of Page