Strong's Exhaustive Concordance abide. From kata and meno; to stay fully, i.e. Reside -- abide. see GREEK kata see GREEK meno Forms and Transliterations καταμείνη καταμειρισθώσιν καταμεμιγμένα καταμενοντες καταμένοντες καταμενω καταμενῶ καταμεριείτε καταμερίζει καταμερίσαι καταμετρείσθαι καταμετρηθήσεται καταμετρήσετε κατεμείναμεν κατέμειναν κατέμεινεν κατεμετρήθη παραμενῶ katamenontes kataménontes parameno paramenô paramenō paramenō̂Links Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |