1839. existémi
Strong's Exhaustive Concordance
amaze, make astonished, bewitch, wonder.

From ek and histemi; to put (stand) out of wits, i.e. Astound, or (reflexively) become astounded, insane -- amaze, be (make) astonished, be beside self (selves), bewitch, wonder.

see GREEK ek

see GREEK histemi

Forms and Transliterations
εκστής έκστησαν εκστήσει εκστήσεις εκστήσεται εκστήση εκστήσονται εκστήσω έκστητε εξεστακεναι εξεστακέναι ἐξεστακέναι εξεστη εξέστη ἐξέστη εξεστηκυιά εξεστημεν εξέστημεν ἐξέστημεν εξέστην εξεστησαν εξέστησαν ἐξέστησαν εξέστησας εξέστησε εξέστησεν εξεστώς εξισταντο εξίσταντο ἐξίσταντο εξιστανων ἐξιστάνων εξιστασθαι εξίστασθαι ἐξίστασθαι εξίσταταί εξιστατο εξίστατο ἐξίστατο εξιστών exestakenai exestakénai exeste exestē exéste exéstē exestemen exestēmen exéstemen exéstēmen exestesan exestēsan exéstesan exéstēsan existanon existanōn existánon existánōn existanto exístanto existasthai exístasthai existato exístato
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1838
Top of Page
Top of Page