Strong's Exhaustive Concordance amaze, make astonished, bewitch, wonder. From ek and histemi; to put (stand) out of wits, i.e. Astound, or (reflexively) become astounded, insane -- amaze, be (make) astonished, be beside self (selves), bewitch, wonder. see GREEK ek see GREEK histemi Forms and Transliterations εκστής έκστησαν εκστήσει εκστήσεις εκστήσεται εκστήση εκστήσονται εκστήσω έκστητε εξεστακεναι εξεστακέναι ἐξεστακέναι εξεστη εξέστη ἐξέστη εξεστηκυιά εξεστημεν εξέστημεν ἐξέστημεν εξέστην εξεστησαν εξέστησαν ἐξέστησαν εξέστησας εξέστησε εξέστησεν εξεστώς εξισταντο εξίσταντο ἐξίσταντο εξιστανων ἐξιστάνων εξιστασθαι εξίστασθαι ἐξίστασθαι εξίσταταί εξιστατο εξίστατο ἐξίστατο εξιστών exestakenai exestakénai exeste exestē exéste exéstē exestemen exestēmen exéstemen exéstēmen exestesan exestēsan exéstesan exéstēsan existanon existanōn existánon existánōn existanto exístanto existasthai exístasthai existato exístatoLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |