Strong's Exhaustive Concordance dreamer. Middle voice from enupnion; to dream -- dream(-er). see GREEK enupnion Forms and Transliterations ενυπνιάζεσθε ενυπνιάζεται ενυπνιαζομενοι ενυπνιαζόμενοι ἐνυπνιαζόμενοι ενυπνιαζόμενος ενυπνιαζομένου ενυπνιαζομένων ενυπνιασάμην ενύπνιασαμην ενυπνιασθείς ενυπνιάσθη ενυπνιάσθην ενυπνιάσθης ενυπνιασθησονται ενυπνιασθήσονται ἐνυπνιασθήσονται ενυπνιαστής ηνυπνιασάμην enupniasthesontai enupniasthēsontai enupniazomenoi enypniasthesontai enypniasthēsontai enypniasthḗsontai enypniazomenoi enypniazómenoiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |