Strong's Exhaustive Concordance regard, revere, confound, shame. From en and the base of trope; to invert, i.e. (figuratively and reflexively) in a good sense, to respect; or in a bad one, to confound -- regard, (give) reference, shame. see GREEK en see GREEK trope Forms and Transliterations ενετράπη ενετράπην ενετράπης ενετράπησαν ενετρεπομεθα ενετρεπόμεθα ἐνετρεπόμεθα εντραπείησαν εντραπη εντραπή ἐντραπῇ εντραπήναι εντραπήναί εντραπής εντραπήσεται Εντραπησονται εντραπήσονται Ἐντραπήσονται εντράπητε εντραπήτωσαν εντραπώσιν εντρεπομαι εντρέπομαι ἐντρέπομαι εντρεπομενος εντρεπόμενος ἐντρεπόμενος εντρεπων εντρέπων ἐντρέπων enetrepometha enetrepómetha entrape entrapē entrapêi entrapē̂i Entrapesontai Entrapēsontai Entrapḗsontai entrepomai entrépomai entrepomenos entrepómenos entrepon entrepōn entrépon entrépōnLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |