1788. entrepó
Strong's Exhaustive Concordance
regard, revere, confound, shame.

From en and the base of trope; to invert, i.e. (figuratively and reflexively) in a good sense, to respect; or in a bad one, to confound -- regard, (give) reference, shame.

see GREEK en

see GREEK trope

Forms and Transliterations
ενετράπη ενετράπην ενετράπης ενετράπησαν ενετρεπομεθα ενετρεπόμεθα ἐνετρεπόμεθα εντραπείησαν εντραπη εντραπή ἐντραπῇ εντραπήναι εντραπήναί εντραπής εντραπήσεται Εντραπησονται εντραπήσονται Ἐντραπήσονται εντράπητε εντραπήτωσαν εντραπώσιν εντρεπομαι εντρέπομαι ἐντρέπομαι εντρεπομενος εντρεπόμενος ἐντρεπόμενος εντρεπων εντρέπων ἐντρέπων enetrepometha enetrepómetha entrape entrapē entrapêi entrapē̂i Entrapesontai Entrapēsontai Entrapḗsontai entrepomai entrépomai entrepomenos entrepómenos entrepon entrepōn entrépon entrépōn
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1787
Top of Page
Top of Page