1586. eklegó
Strong's Exhaustive Concordance
make choice, choose, chosen.

Middle voice from ek and lego (in its primary sense); to select -- make choice, choose (out), chosen.

see GREEK ek

see GREEK lego

Forms and Transliterations
εκλεγέντες εκλέγεσθαι εκλέγεται εκλεγώσι εκλελεγμένοι εκλελεγμενος ἐκλελεγμένος εκλέλεκται έκλεξαι εκλεξαμενοις ἐκλεξαμένοις εκλεξαμενος εκλεξάμενος ἐκλεξάμενος εκλεξαμενους εκλεξαμένους ἐκλεξαμένους εκλέξασθαι εκλέξασθε εκλεξάσθωσαν εκλέξεται εκλέξη εκλέξηται εκλέξομαι εκλέξω εκλέξωμαι εκλέξωνται εξελεγοντο εξελέγοντο ἐξελέγοντο εξελεξαμην εξελεξάμην ἐξελεξάμην εξελεξαντο εξελέξαντο ἐξελέξαντο εξελεξασθε εξελέξασθε ἐξελέξασθε εξελεξατο εξελέξατο εξελέξατό εξέλεξατο ἐξελέξατο εξελεξω εξελέξω ἐξελέξω eklelegmenos eklelegménos eklexamenois eklexaménois eklexamenos eklexámenos eklexamenous eklexaménous exelegonto exelégonto exelexamen exelexamēn exelexámen exelexámēn exelexanto exeléxanto exelexasthe exeléxasthe exelexato exeléxato exelexo exelexō exeléxo exeléxō
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1585
Top of Page
Top of Page