Strong's Exhaustive Concordance avoid, eschew, go out of the way. From ek and klino; to deviate, i.e. (absolutely) to shun (literally or figuratively), or (relatively) to decline (from piety) -- avoid, eschew, go out of the way. see GREEK ek see GREEK klino Forms and Transliterations έγκλινον εκκέκλικεν εκκλεινομένων εκκλίναι εκκλίνας εκκλίνατε εκκλινατω εκκλινάτω ἐκκλινάτω έκκλινε εκκλινεί εκκλίνει εκκλίνειν εκκλινείς εκκλινείτε εκκλινετε εκκλίνετε ἐκκλίνετε εκκλίνη εκκλίνης εκκλινήτε εκκλίνητε έκκλινον εκκλίνοντας εκκλίνοντες εκκλίνοντος εκκλινούμεν εκκλινούσας εκκλινούσι εκκλίνουσιν εκκλινώ εκκλίνω εκκλίνωμεν εκκλίνων εκκλίνωσι εκκλύσει εκκόλαμμα εξέκλινα εξεκλίναμεν εξεκλιναν εξέκλιναν ἐξέκλιναν εξέκλινας εξεκλίνατε εξέκλινε εξέκλινεν εξέκλινον ekklinato ekklinatō ekklináto ekklinátō ekklinete ekklínete exeklinan exéklinanLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |