Strong's Exhaustive Concordance avenge. From ekdikos; to vindicate, retaliate, punish -- a (re-)venge. see GREEK ekdikos Forms and Transliterations εκδεδίκηται εκδίκει εκδικεις εκδικείς ἐκδικεῖς εκδικείται εκδικηθήναι εκδικηθήσεται εκδικησαι εκδικήσαι ἐκδικῆσαι εκδικήσατε εκδικήσει εκδικήσεις Εκδικησον εκδίκησον εκδίκησόν Ἐκδίκησόν εκδικήσουσί εκδικήσουσιν εκδικησω εκδικήσω ἐκδικήσω εκδικούμενα εκδικουντες εκδικούντες ἐκδικοῦντες εκδικούσαν εκδικώ εκδικών εξεδικήθησαν εξεδίκησα εξεδίκησαν εξεδίκησε εξεδικησεν ἐξεδίκησεν ekdikeis ekdikeîs ekdikesai ekdikêsai ekdikēsai ekdikē̂sai ekdikeso ekdikēsō ekdikḗso ekdikḗsō Ekdikeson Ekdikēson Ekdíkesón Ekdíkēsón ekdikountes ekdikoûntes exedikesen exedikēsen exedíkesen exedíkēsenLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |