Strong's Exhaustive Concordance teach. A prolonged (causative) form of a primary verb dao (to learn); to teach (in the same broad application) -- teach. Forms and Transliterations δεδιδαγμένη δεδιδαγμένοι δεδίδαχέ διδαξαι διδάξαι διδάξατε διδάξατέ διδαξει διδάξει διδάξεις διδάξετε διδαξη διδάξη διδάξῃ διδάξης διδαξον δίδαξον δίδαξόν διδάξουσιν διδάξω διδάξωσι διδαξωσιν διδάξωσιν διδασκε δίδασκε διδασκει διδάσκει διδασκειν διδάσκειν διδασκεις διδάσκεις διδασκη διδάσκη διδάσκῃ διδάσκοντα διδάσκοντάς διδασκοντες διδάσκοντες διδασκοντι διδάσκοντι διδασκοντος διδάσκοντος διδάσκοντός διδάσκουσα διδάσκουσά διδασκω διδάσκω διδασκων διδάσκων διδαχθώσι εδιδαξα εδίδαξα ἐδίδαξα εδιδαξαν εδίδαξαν ἐδίδαξαν εδιδαξας εδίδαξας εδίδαξάς ἐδίδαξας εδίδαξε εδίδαξέ εδιδαξεν εδίδαξεν ἐδίδαξεν ἐδίδαξέν εδίδασκε εδιδασκεν εδίδασκεν ἐδίδασκεν εδιδασκον εδίδασκον εδίδασκόν ἐδίδασκον εδιδαχθην εδιδάχθην ἐδιδάχθην εδιδαχθησαν εδιδάχθησαν ἐδιδάχθησαν εδιδαχθητε εδιδάχθητε ἐδιδάχθητε didaske didaskē dídaske didaskei didáskei didáskēi didaskein didáskein didaskeis didáskeis didasko didaskō didásko didáskō didaskon didaskōn didáskon didáskōn didaskontes didáskontes didaskonti didáskonti didaskontos didáskontos didaxai didáxai didaxe didaxē didaxei didáxei didáxēi didaxon dídaxon didaxosin didaxōsin didáxosin didáxōsin edidachthen edidachthēn edidáchthen edidáchthēn edidachthesan edidachthēsan edidáchthesan edidáchthēsan edidachthete edidachthēte edidáchthete edidáchthēte edidasken edídasken edidaskon edídaskon edidaxa edídaxa edidaxan edídaxan edidaxas edídaxas edidaxen edídaxen edídaxénLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |