Strong's Exhaustive Concordance to make a sign, beckonFrom dia and neuo; to nod (or express by signs) across an intervening space -- beckon. see GREEK dia see GREEK neuo Forms and Transliterations διανενησμένον διανενησμένου διανενησμένω διανενόημαι διανεύοντες διανευων διανεύων διανιστάμενος διανισταμένους διανοείσθαι διανοείται διανοηθείς διανοουμένους διενοείτο διενοήθη διενοήθην διενοήθησαν διηνθισμέναι dianeuon dianeuōn dianeúon dianeúōnLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |